- εκλαϊκευτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο κατάλληλος να εκλαϊκεύει (βλ. λ.), που εκλαϊκεύει: Εκλαϊκευτικά βιβλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκλαϊκευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην εκλαΐκευση … Dictionary of Greek